- ὀκτάδες
- ὀκτάςthe number eightfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτάδα — και οχτάδα, η (Α ὀκτάς) [οκτώ] 1. σύνολο από οκτώ μονάδες («παράταξη λόχου σε οκτάδες») νεοελλ. φρ. «κανόνας οκτάδων» χημ. αρχή σύμφωνα με την οποία τα χημικά στοιχεία με ατομικούς αριθμούς γειτονικούς με τους ατομικούς αριθμούς τών ευγενών… … Dictionary of Greek
συνόκτω — οἱ, αἱ, τὰ, Α οκτώ μαζί, ανά οκτάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀκτώ (πρβλ. σύν τρεις)] … Dictionary of Greek